- ευεργετικός
- -ή, -ό (ΑΜ εὐεργετικός, -ή, -όν) [ευεργέτης]1. αυτός που προσφέρει ευεργεσία ή ωφέλεια (α. «η βροχή ήταν ευεργετική για τα σπαρτά» β. «εὐεργετικώτατος δὲ καὶ φιλοδοξότατος εἰς τοὺς Ἕλληνας», Πολ.)2. ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ευεργετήσει («οι ευεργετικές διαθέσεις του ήταν μάταιες»)νεοελλ.φρ.1. (νομ.) «ευεργετικός νόμος» — ο νόμος που παρέχει εξαιρετικά δικαιώματα ή απαλλαγές από ορισμένες υποχρεώσεις2. «ευεργετική παράσταση» ή απλώς ευεργετικήη παράσταση τής οποίας τις εισπράξεις παίρνει ο ηθοποιός υπέρ τού οποίου έγινε3. «έχω την ευεργετική μου» — γίνομαι αντικείμενο μομφών και επιπλήξεων από ανώτερο ή σαρκασμών και πειραγμάτων από φίλους4. «ευεργετικό γράμμα» — ευεργετήριο γράμμααρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐεργετικόνη ευεργεσία2. φρ. «δόξα εὐεργετική» — καλή φήμη για ευεργεσία.
Dictionary of Greek. 2013.